- κνημίδιον
- κνημίδιον, τὸ (Α)πιθ. βραχιόλι που έβαζαν στην κνήμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + υποκορ. κατάλ. -ίδιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… … Dictionary of Greek